- εξιώ
- ἐξιῶ, -όω (Α)1. καθαρίζω από τη σκουριά2. δηλητηριάζω3. παθ. είμαι απαλλαγμένος από δηλητήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιώ «καθαρίζω το μέταλλο» (< ιός «σκουριά»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξιῶ — ἐξιάομαι cure thoroughly pres imperat mp 2nd sg ἐξῑῶ , ἐξιάομαι cure thoroughly imperf ind mp 2nd sg ἐξιάομαι cure thoroughly pres imperat mp 2nd sg ἐξιάομαι cure thoroughly imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἐξιάομαι cure thoroughly imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίωσις — ἐξίωσις, η (Α) [εξιώ] αναγωγή σε μεταλλική κατάσταση («ἐξίωσις χαλκοῡ») … Dictionary of Greek
προεξιώ — όω, Μ διυλίζω, καθαρίζω πρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξιῶ «καθαρίζω από τη σκουριά» (< ἰός «σκουριά»)] … Dictionary of Greek